Του καθηγητή Τρύφωνα Κολλίντζα, Μάιος 2011.













Τρύφων Κολλίντζας

 Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
 Ερευνητικός Εταίρος στο Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής του Λονδίνου.
  Διευθύνων Σύμβουλος της Proton Bank το 2010.
  Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Attica Bank την περίοδο 2004 – 2010.
– Μέλος στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την περίοδο 2001 – 2004.
  Πρόεδρος στο Ινστιτούτο Μελετών Οικονομικής Πολιτικής τις περιόδους:  1996 – 1998  &  1999 – 2002.
  Γενικός Σύμβουλος στο Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) την περίοδο 1997 – 1999.
–  Επιστημονικός Διευθυντής στο Κέντρο Προγραμματισμού & Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) το 1993.



Ποιοι είναι οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν την Ελλάδα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας;

Για μένα είναι δύο: τα περίφημα “δίδυμα” ελλείμματα. Δηλαδή, τα σχεδόν μόνιμα και αυξανόμενα, με αυξανόμενο ρυθμό, ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, της τελευταίας τριακονταπενταετίας. Το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό είναι, απλά,  συνέπεια του ότι το κράτος ξοδεύει περισσότερα από ό,τι εισπράττει. Γι’ αυτό υπεύθυνοι είναι η Κυβέρνηση, η Βουλή και γενικά το πολιτικό σύστημα. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ο καθαρός επιπλέον δανεισμός από το εξωτερικό όλων των οικονομικών παραγόντων –νοικοκυριών, επιχειρήσεων, κυβέρνησης– της χώρας. Το χρόνιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνδέεται με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας που το έχει. Δηλαδή, την ικανότητα μιας χώρας να μπορεί να πουλάει αγαθά και υπηρεσίες στο εξωτερικό, πράγμα που συνδέεται άμεσα με την αποτελεσματικότητα ή παραγωγικότητα του οικονομικού της συστήματος. Συνεπώς, το πολιτικό σύστημα επηρεάζει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τόσο μέσω του δημοσιονομικού ελλείμματος, όσο και μέσω, στο βαθμό που είναι υπεύθυνο, της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το “δίδυμα”, δηλαδή, είναι γιατί τα ελλείμματα αυτά, στην περίπτωση της χώρας μας, “γεννήθηκαν” στην ίδια “γέννα” με “μητέρα” το πολιτικό της σύστημα.

Τώρα, για να καταλάβει κάποιος τους βαθύτερους λόγους που το πολιτικό σύστημα δημιουργεί τα “δίδυμα” ελλείμματα, πρέπει να καταλάβει αυτά που γίνονται στην ελληνική κοινωνία την τελευταία τριακονταπενταετία. Η θεωρία μου, λοιπόν, είναι ότι η ελληνική κοινωνία, όλο και πιο ξεκάθαρα, χωρίζεται σε δύο ομάδες: την ομάδα  των «εντός συστήματος» (“insiders”) και την ομάδα των «εκτός συστήματος» (“outsiders”). Οι εντός συστήματος απολαμβάνουν θεμιτά και αθέμιτα οφέλη, ενώ το σύστημα τούς προστατεύει από τη δική τους τυχόν παραβατική συμπεριφορά, τον ανταγωνισμό και την αξιοκρατία. Εντός  συστήματος, για παράδειγμα, λογίζονται: οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, στο Δημόσιο, στους κλάδους του ιδιωτικού τομέα με έντονη συνδικαλιστική παρουσία ή/και κρατικές επιδοτήσεις, επιχειρηματίες που προμηθεύουν το Δημόσιο και  τις ΔΕΚΟ, επαγγελματίες κλειστών επαγγελμάτων και οι επιχειρήσεις που προστατεύονται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Εκτός συστήματος είναι οι υπόλοιποι, που είναι μεν πολύ περισσότεροι, αλλά είναι διάσπαρτοι και, σε αντίθεση με τους εντός συστήματος, είναι πολύ λίγο ή καθόλου οργανωμένοι όσον αφορά την προάσπιση των συμφερόντων τους. Εκτός συστήματος, για παράδειγμα, λογίζονται: οι μισθωτοί του μη προστατευόμενου ιδιωτικού τομέα, οι νέοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, οι οικονομικοί μετανάστες, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επαγγελματίες που δε φοροδιαφεύγουν και οι ξένοι που προσπαθούν να υλοποιήσουν άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας. Οι εντός συστήματος επιδιώκουν προσόδους (“rent seeking”) για τα μέλη των διαφόρων ομάδων τους και μόνο, από το πολιτικό σύστημα και κυρίως την εκάστοτε κυβέρνηση. Ως εκ τούτου, τα συμφέροντα των εντός συστήματος και των εκτός συστήματος είναι  αντίθετα. Στις αναπόφευκτες κόντρες κερδίζουν, σχεδόν πάντοτε, οι εντός συστήματος. Ο βασικός λόγος για αυτό είναι ότι, έστω και αν αντιλαμβάνονται την προσοδοθηρία των εντός συστήματος, οι εκτός συστήματος δεν αντιδρούν σε αυτήν γιατί συμπεριφέρονται με βάση τη λογική του: «Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει και χωρίς εμένα. Άρα, γιατί να πάρω το κόστος εναντίωσης στην όποια δεδομένη προσοδοθηρία.». Ακόμα περισσότερο ενδεικτική είναι η (αντίθετη) περίπτωση όπου μια κυβέρνηση προσπαθεί να φέρει σε πέρας μια ωφέλιμη μεταρρύθμιση για τους εκτός συστήματος και το κοινωνικό σύνολο, που θίγει τα συμφέροντα των εντός συστήματος (π.χ. την  ιδιωτικοποίηση ή την αλλαγή στον οργανισμό μιας ΔΕΚΟ, που αυξάνει τα δημόσια έσοδα και βελτιώνει την αποτελεσματικότητα του οικονομικού συστήματος). Στην περίπτωση αυτή, η κυβέρνηση θα βρεθεί  αντιμέτωπη με τη λυσσαλέα αντίδραση των τελευταίων, που σχεδόν πάντοτε είναι καλά οργανωμένοι και έχουν προσβάσεις στα ΜΜΕ και ακόμα την ίδια την κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, η υπόλοιπη κοινωνία, που αποτελείται βασικά από τους εκτός συστήματος, δεν αντιδρά καθώς τα μεμονωμένα και ανοργάνωτα μέλη της συμπεριφέρονται με βάση λογική του: «Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει και χωρίς εμένα…». Έτσι, υπερισχύουν οι δυνάμεις της «αδράνειας του status quo» και δεν υλοποιείται η ωφέλιμη μεταρρύθμιση.

Στη Δημοκρατία μας, τα  κόμματα εξουσίας, για να γίνουν κυβέρνηση, έχουν κίνητρο να υιοθετήσουν τις θέσεις του διάμεσου ψηφοφόρου, που ανήκει στην ομάδα των εκτός συστήματος. Μετά τη Μεταπολίτευση και πριν την ένταξη μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οι πολιτικές πρακτικές ήταν, κατά το μάλλον ή ήττον, χονδροειδείς. Στις προσόδους (κυρίως υπό την μορφή επιδοτήσεων) των διαφόρων ομάδων των εντός συστήματος, προστέθηκαν πολιτικές του τύπου «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα», τόσο για τους εντός, όσο και για τους εκτός συστήματος. Σαν αποτέλεσμα, οι δημόσιες δαπάνες της χώρας από το 33% του Α.Ε.Π. το 1979, έφθασαν το 47,3% το 2000, και το δημόσιο χρέος από το 27,4% του Α.Ε.Π. το 1979, πήγε στο 103% το 2000. Από το 2000, η προεκλογική ρητορική έπρεπε να γίνει πιο “εφευρετική” λόγω των περιοριστικών κανόνων της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.  Έπρεπε να φαίνεται ότι οι πολιτικές που επρόκειτο να υιοθετηθούν θα ήταν μη-επεκτατικές, αλλά να επάγονται, όμως, έμμεσα οφέλη για τους εκτός συστήματος. Βλέπε, για παράδειγμα, την «επανίδρυση του κράτους» (δηλαδή ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες με λιγότερο κόστος, άρα και λιγότερους φόρους) και το «υπάρχουν λεφτά» (δηλαδή εξεύρεση οικονομικών πόρων από τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, την πάταξη της φοροδιαφυγής και την απλούστερη και “δικαιότερη” φορολόγηση, που στη συνέχεια μπορούν να διανεμηθούν στο “λαό”). Όμως, με την ανάληψη της εξουσίας, ο περιορισμός της σπατάλης στις ΔΕΚΟ και το Δημόσιο ή της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, για παράδειγμα, βρίσκει την εκάστοτε κυβέρνηση αντιμέτωπη με τις ομάδες των εντός συστήματος. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να εναντιωθεί στα εμπόδια που προβάλλουν στις μεταρρυθμίσεις οι εντός συστήματος, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, κυριαρχούν οι δυνάμεις της αδράνειας του status quo. Όλο αυτό αντικατοπτρίζεται στις δημόσιες δαπάνες, που έφθασαν στο 53,7% του Α.Ε.Π. το 2009, και στο δημόσιο χρέος, που αναμένεται να ξεπεράσει το 153% του Α.Ε.Π. το 2011 – το μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ακόμη χειρότερες, όμως, είναι οι συνέπειες  της κοινωνίας των εντός και εκτός συστήματος για την ανταγωνιστικότητα του οικονομικού συστήματος και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.  Το τελευταίο παραμένει πάνω από το 5% του Α.Ε.Π. από το 2000, ενώ το 2008 έφθασε το απίστευτo 15%. Έτσι, το εξωτερικό χρέος της χώρας (ιδιωτικό και δημόσιο) εκτιμάται ότι ξεπέρασε το 100% του Α.Ε.Π. το 2010 και αναμένεται, επίσης, να συνεχίσει να αυξάνεται για κάποια ακόμη χρόνια. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος δε χαρακτηρίζεται μόνο από το μόνιμο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Χαρακτηρίζεται και από μία σειρά άλλων μακροοικονομικών ενδείξεων όπως η διαρθρωτική ανεργία και η μόνιμη υπέρβαση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και του πληθωρισμού από τους αντίστοιχους δείκτες της Ευρωζώνης. Επίσης, χαρακτηρίζεται και από τις πρόσφατες χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας με βάση διάφορους διεθνείς δείκτες που συνδέονται με την ανταγωνιστικότητα, όπως: η 88η θέση της παγκόσμιας κατάταξης χωρών αναφορικά με το βαθμό επιχειρηματικής και οικονομικής ελευθερίας του Heritage Foundation, η 109η θέση σε ό,τι αφορά την ευχέρεια της επιχειρηματικής δράσης (“ease of doing business”), όπως μετράται από την Παγκόσμια Τράπεζα (κάτω από χώρες όπως η Ρουάντα και η Μπουργκίνα Φάσο), η 78η θέση στο δείκτη της Διεθνούς Διαφάνειας για την αντιλαμβανόμενη διαφθορά (μαζί με χώρες όπως η Κολομβία και το Λεσόθο) ή η 154η θέση στη διεθνή κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας σε ό,τι αφορά την προστασία των επενδύσεων. Δίχως αμφιβολία, οι χρόνιες παθογένειες της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, μαζί με αυτές του πελατειακού κράτους και της προσοδοθηρίας, που δημιουργούν προσκόμματα στη βέλτιστη επιλογή του ταλέντου στον επαγγελματικό προσανατολισμό και θέτουν φραγμούς στην υιοθέτηση και ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας, συμβάλλουν σημαντικά στις θέσεις που παίρνουμε σε αυτές τις ιεραρχήσεις. Όσον αφορά, δε,  την τελευταία ιεράρχηση, η θέση μας θα έχει σίγουρα επηρεασθεί από τα φαινόμενα καταπάτησης της νομιμότητας, καθώς και της αυθαιρεσίας και της έλλειψης σεβασμού για τα δικαιώματα των άλλων, που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά ορισμένων ομάδων της κοινωνίας μας τα τελευταία χρόνια, για τα οποία, σχεδόν ποτέ, κανείς δεν τιμωρείται.

Συνεπεία του προβλήματος των “δίδυμων” ελλειμμάτων και της συνεπαγόμενης συσσώρευσης χρεών, εδώ και ένα χρόνο, οι διεθνείς αγορές έστειλαν τα επιτόκια δανεισμού του Ελληνικού Κράτους και των ελληνικών επιχειρήσεων στα ύψη. Στην πράξη, έκλεισαν τις κάνουλες του δανεισμού μας. Έτσι, δημιουργήθηκε κρίση ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (δηλαδή αδυναμία πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου,  μείωση των καταθέσεων σε αυτές για ψυχολογικούς και άλλους λόγους, και  χαμηλές αποτιμήσεις των στοιχείων του ενεργητικού τους για μια πληθώρα από λόγους). Φυσικά, αυτό, αν δεν οδήγησε, επιτείνει την ύφεση της πραγματικής οικονομίας και, μέσω των επισφαλειών, εγκυμονεί αβεβαιότητα για την κεφαλαιακή επάρκεια και περαιτέρω επιπλοκές στη ρευστότητα των τραπεζών. Οι τράπεζες, με τη σειρά τους, έκλεισαν τις κάνουλες του δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Προφανώς, τώρα, πέρα από τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων που “εκτοπίζουν” (“crowding out”) τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια χρηματοπιστωτική κρίση που έχει ανατροφοδοτούμενες συνέπειες στην οικονομική ύφεση και αντίστροφα. Σήμερα, η χώρα μας υποφέρει από τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση των τελευταίων εξήντα ετών. Το 2009 και το 2010 το Α.Ε.Π. μειώθηκε κατά 2 και 4,5 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα. Εκτιμάται ότι το 2011 το Α.Ε.Π. θα μειωθεί περισσότερο από 3 ποσοστιαίες μονάδες. Συνολικά για την τριετία 2009 – 2011, εκτιμάται ότι η μείωση του Α.Ε.Π. θα είναι πάνω από τις 10 ποσοστιαίες μονάδες.  Μια τόσο μεγάλη ύφεση δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικές συνέπειες για την ικανότητα της χώρας μας να αποπληρώσει τα χρέη της. Έτσι, λοιπόν, φθάσαμε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

  
Με διαφορετικούς χειρισμούς και καλύτερη επικοινωνιακή πολιτική, θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε την εκτίναξη των spread (σ.σ.: διαφορά επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας από τα αντίστοιχα της Γερμανίας) τον Απρίλιο του 2010, που ουσιαστικά μας απέκλεισε από τις αγορές;
        
Μάλλον όχι. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία με μικρότερο δημοσιονομικό έλλειμμα,  δημόσιο χρέος και εξωτερικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ από την Ελλάδα δεν απέφυγαν την εκτίναξη των δικών τους spread. Θα έλεγα ότι, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των πολιτικών, σε γενικές γραμμές, οι αγορές φαίνεται να αποτιμούν σωστά τους σχετικούς κινδύνους χρεοκοπίας (να μην πληρωθούν τα κρατικά ομόλογα) των χωρών. Όσον αφορά την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης στο εξωτερικό, δε νομίζω ότι δεν ήταν καλή. Απλά, η επικοινωνιακή πολιτική δεν είναι ικανή, σε βάθος χρόνου, να ανατρέψει κακές οικονομικές πολιτικές που συνδέονται με τη συντήρηση της κοινωνίας των εντός και εκτός συστήματος.


Ορισμένες πολιτικές δυνάμεις του Τόπου, αλλά και μία μειονότητα των αναλυτών, υποστήριξαν ότι θα ήταν πιο συμφέρουσα για την Ελλάδα μια εθελούσια αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, με την απομείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων κατά ένα ποσοστό (“haircut”), από την προσφυγή της στο μηχανισμό στήριξης το Μάιο του 2010. Με άλλα λόγια, θα ήταν προτιμότερο τότε, να δηλώναμε ευθαρσώς ότι αδυνατούμε να ικανοποιήσουμε το σύνολο των υποχρεώσεών μας στους πιστωτές μας καλώντας τους σε διαπραγματεύσεις για το ακριβές ποσοστό αποπληρωμής. Το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών αυτής της άποψης είναι ότι μια τέτοιου τύπου αναδιάρθρωση του χρέους είναι αναπόφευκτη, αργά ή γρήγορα, λόγω των τεράστιων δαπανών που απαιτούνται για να εξυπηρετηθεί. Πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η προσέγγιση αν λάβουμε, μάλιστα, υπόψη ότι ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου βρίσκονται, εκτός από το εξωτερικό, και στο χαρτοφυλάκιο ελληνικών τραπεζών και ασφαλιστικών μας οργανισμών;

Εάν η προσφυγή μας στο μηχανισμό στήριξης ήταν μονόδρομος, ήταν εφικτή, εξ αρχής, η υπογραφή ενός διαφορετικού Μνημονίου, με ευνοϊκότερες για τη χώρα μας προϋποθέσεις; Πολλοί ισχυρίζονται ότι η διαπραγματευτική μας δύναμη ήταν μεγαλύτερη από αυτή που νομίζουμε, δεδομένου ότι στο τέλος του 2009 σε γαλλικές τράπεζες βρίσκονταν ελληνικά ομόλογα αξίας 75 δισεκατομμυρίων ευρώ και σε γερμανικές αξίας 45 δισεκατομμυρίων ευρώ – επομένως, μια χρεοκοπία μας θα ήταν εξαιρετικά επιζήμια για ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Είναι καλύτερα για μένα να απαντήσω μαζί και στις δύο ερωτήσεις. Αλλά πριν τις απαντήσω, να βάλω ορισμένα πράγματα στη θέση τους. Αν με εθελουσία αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους εννοούμε τη μονομερή αθέτηση μέρους των υποχρεώσεών μας προς στους δανειστές μας, χωρίς δηλαδή την δική τους συναίνεση σε αυτό, όπως φαίνεται να προτείνουν ορισμένες αριστερές πολιτικές δυνάμεις και οι σύμβουλοί τους, θεωρώ ότι θα ήταν καταστροφική για τη χώρα. Αυτό γιατί θα δημιουργούσε πολύ μεγαλύτερη ύφεση από αυτήν που μια τέτοια κίνηση αποσκοπεί να μας βγάλει. Εξηγώ το γιατί: Έστω και αν λύναμε τα προβλήματα με τα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν περίπου 25 δισ. ευρώ ομόλογα και τις ελληνικές τράπεζες που έχουν άλλα 50 δισ., η εμπειρία έχει δείξει ότι δε θα μπορούσαμε να βγούμε στις αγορές για πολλά – πολλά χρόνια. Αυτό, από τη μια πλευρά, θα συνέτεινε στην ανυποληψία μας, ενώ, από την άλλη, τίποτε δε θα άλλαζε στο σύστημα που τείνει να δημιουργεί τα “δίδυμα” ελλείμματα. Η ρευστότητα θα ήταν, πάλι, μέγα πρόβλημα, τα επιτόκια θα παρέμεναν υψηλά, δε θα γίνονταν ιδιωτικές επενδύσεις και θα συνεχιζόταν η εκτόπιση του ιδιωτικού από τον δημόσιο τομέα. Αν, τώρα, με τον όρο «εθελουσία αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους» εννοούμε την συναινετική επανασυμφωνία των όρων των ελληνικών ομολόγων –επιτόκιο, διάρκεια, “κούρεμα”– ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για μας θα ήταν καλό στο βαθμό που κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην έξοδο από την ύφεση και την είσοδο σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Θεωρώ ότι αυτό είναι αδύνατο, όμως, αν δε  λύσουμε πρώτα το πρόβλημα των “δίδυμων” ελλειμμάτων. Η μακροχρόνια αναποτελεσματικότητα του πολιτικού μας συστήματος δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες στο ότι η μόνη λύση για το πρόβλημα των “δίδυμων” ελλειμμάτων είναι μηχανισμοί δέσμευσης που, αφενός, περιορίζουν τη διακριτική ευχέρεια των πολιτικών στις αποφάσεις τους και, αφετέρου, είναι έτσι σχεδιασμένοι ώστε να προστατεύουν τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου και κυρίως των εκτός συστήματος. Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι το περίφημο Μνημόνιο, της Ελλάδας με την Ε.Ε., Ε.Κ.Τ. και το Δ.Ν.Τ., στο οποίο οδηγηθήκαμε μετά την de facto άρνηση των αγορών να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν το Εθνικό μας Χρέος. Στην ουσία, το Μνημόνιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εφαρμογή της πεπατημένης της οικονομικής επιστήμης στα προβλήματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω. Έτσι, το Μνημόνιο αποσκοπεί στη δέσμευση των πολιτικών να εξαφανίσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, να μειώσουν το Εθνικό Χρέος, να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας περιορίζοντας τη σπατάλη στο δημόσιο, βελτιώνοντας το ανταγωνισμό στις αγορές των προϊόντων και των υπηρεσιών (κλειστά επαγγέλματα) και, κυρίως, απελευθερώνοντας την αγορά εργασίας από τις ολέθριες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και το θεσμικό προστατευτισμό που εμποδίζουν τις ευέλικτες μορφές εργασίας. Τελικά, αυτό που επιδιώκει το Μνημόνιο τόσο για το συμφέρον της πατρίδας μας, όσο, αναμφίβολα, και για το συμφέρον των δανειστών μας, αλλά και αυτών που μοιράζονται κοινούς θεσμούς με εμάς (π.χ. κοινό νόμισμα), είναι να μπει η χώρα σε πορεία βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Εν κατακλείδι, μια συναινετική αναδιάρθρωση στα πλαίσια ενός διαφορετικού Μνημονίου ίσως να ήταν καλύτερη εξέλιξη για μας. Αλλά το Μνημόνιο ως μηχανισμός δέσμευσης είναι sine qua non.


Ποιες διαρθρωτικές αλλαγές πρέπει να γίνουν ώστε η Ελλάδα να επανέλθει σταδιακά σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης;

Υπάρχουν δύο κριτήρια που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για την ταυτοποίηση της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής: Το πρώτο είναι απλά να δούμε τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και να προσπαθήσουμε να θεραπεύσουμε τα αίτια της δημιουργίας τους. Το δεύτερο, κάπως χαλαρά διατυπωμένο, είναι να δούμε τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της Ευρωζώνης, αφενός, και τις επιταγές της οικονομικής θεωρίας για τα χαρακτηριστικά αυτά, αφετέρου. Αν η διαφορά ενός δεδομένου χαρακτηριστικού σε σχέση με την Ευρωζώνη είναι προς την ίδια κατεύθυνση με τη διαφορά μας σε σχέση με τις επιταγές της οικονομικής θεωρίας, τότε βασική συνιστώσα της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η εξάλειψη των διαφορών στο εν λόγω χαρακτηριστικό. Ευτυχώς, για μας, οι απαντήσεις με βάση και τα δύο κριτήρια είναι σε πολλά θέματα οι ίδιες και είναι ξεκάθαρες. Έτσι οι βασικές συνιστώσες της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής αφορούν:
(Ι) Τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, σε πρώτη φάση, και τη μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του Α.Ε.Π., σε δεύτερη φάση, κυρίως μέσα από τον περιορισμό των δαπανών του σπάταλου και αναποτελεσματικού ευρύτερου δημόσιου τομέα.
(ΙΙ) Τη μείωση των συντελεστών φόρου εισοδήματος με ταυτόχρονη πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.
(ΙΙΙ) Την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών για την αύξηση του ρόλου της αγοράς και του ιδιωτικού τομέα στο οικονομικό σύστημα. Οι αποκρατικοποιήσεις βοηθούν και στην κατεύθυνση της μείωσης των ελλειμμάτων και του χρέους.
(ΙV) Την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών για την επικράτηση και προστασία των συνθηκών ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές και κυρίως στην αγορά εργασίας, όπου υπάρχουν σημαντικές ρυθμιστικές στρεβλώσεις και ακαμψίες.
(V) Tην προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και τη μείωση του κόστους της παροχής των κοινωνικών αγαθών υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης. Για το τελευταίο, θα πρέπει να ληφθούν, επιτέλους, σοβαρά υπόψη οι δημογραφικές εξελίξεις και οι επιδράσεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
(VII) Συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου της χώρας με σκοπό το ξεκαθάρισμα, τη δημιουργία και εξασφάλιση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ακίνητης περιουσίας. Διαρκή χωροταξικό σχεδιασμό για την προστασία του περιβάλλοντος και το συντονισμό της οικονομικής ανάπτυξης.
(VII) Υιοθέτηση μηχανισμών δέσμευσης πολιτικών αποφάσεων, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω.

Τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποτελέσουν τις βασικές συνιστώσες ενός νέου οικονομικού μοντέλου, που μπορεί να βγάλει την χώρα από την κρίση και να τη βάλει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης διορθώνοντας, ταυτόχρονα, διογκούμενες κοινωνικές αδικίες. 

Είναι προφανές ότι υπάρχει μεγάλη επικάλυψη ανάμεσα στο Μνημόνιο και στις βασικές συνιστώσες της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής της περασμένης ενότητας. Συνεπώς, καθώς όλα δείχνουν ότι είμαστε αναγκασμένοι να ακολουθήσουμε το Μνημόνιο, αυτό ταυτόχρονα υποδηλώνει ότι θα εφαρμόσουμε ένα μεγάλο μέρος της βέλτιστης οικονομικής πολιτικής.

Στο σημείο αυτό, ίσως είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι η υλοποίηση των μέτρων της βέλτιστης πολιτικής θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς μηχανισμούς δέσμευσης, είτε μέσα από μία κυβέρνηση συνασπισμού είτε μέσα από μια προγραμματική συμφωνία κομμάτων σε κάποιο υποσύνολο, τουλάχιστον, εκ των μέτρων της βέλτιστης αυτής πολιτικής. Δυστυχώς, όμως, τέτοιου είδους συμμαχικές κυβερνήσεις και προγραμματικές συμφωνίες κομμάτων είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υλοποιηθούν στην πράξη. Ίσως, μετά από τα τρέχοντα παθήματα της χώρας, η νέα γενιά να παραδειγματιστεί από τις οδυνηρές συνέπειες του άκρατου εγωκεντρισμού του πολιτικού συστήματος, υπό την έννοια της επιλογής μικροπολιτικών στρατηγικών εις βάρος του κοινού καλού.


Οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές εντοπίζουν την αιτία των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) στο ότι στην πράξη αποτέλεσε μόνο νομισματική και όχι οικονομική ένωση, δεδομένου ότι από τη σύστασή της, το 1999, μέχρι σήμερα απουσιάζει μια ενιαία δημοσιονομική πολιτική μεταξύ των κρατών – μελών. Το Σύμφωνο για το Ευρώ και το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας & Ανάπτυξης πιστεύετε ότι θα ενισχύσουν επαρκώς την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης;

Το Σύμφωνο για το Ευρώ και το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ενισχύουν την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης. Το «επαρκώς» είναι μεγάλη κουβέντα και δε θα το σχολιάσω. Το Σύμφωνο για το Ευρώ βάζει στόχους σε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, τη δημοσιονομική σταθερότητα και την προώθηση της ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας (επενδύσεις σε έρευνα και τεχνολογία, ανθρώπινο κεφάλαιο και υποδομές). Επίσης, προωθεί πολιτικές για την προώθηση των παραπάνω desiderata (κατάργηση συστημάτων τιμαριθμικής σύνδεσης μισθών και αμοιβών, αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων και πτυχίων ικανοτήτων, κοινή βάση φόρου εταιρικών εισοδημάτων, προσαρμογή συνταξιοδοτικών συστημάτων στις δημογραφικές εξελίξεις, εγγραφή στο Σύνταγμα των κρατών – μελών της αρχής του «μηχανισμού προειδοποίησης για το χρέος» και καθιέρωση καθεστώτος διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων). Το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης βάζει ποσοτικούς στόχους για τη μείωση του χρέους και αυστηρότερες ποινές για τους παραβάτες. Αν και η ανάλυση καθεμιάς από τις πολιτικές αυτές θα απαιτούσε πολύ χρόνο, είναι προφανές ότι αποσκοπούν στη δέσμευση των κρατών – μελών για πραγματική σύγκλιση των οικονομικών συστημάτων της Ευρωζώνης, για την αποφυγή προβλημάτων με χώρες “δύο ταχυτήτων”.

Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε την, προσωρινή, Ευχέρεια Δανειοδότησης για τη Σταθερότητα του Ευρωπαϊκού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (EFSF) –το διάδοχο σχήμα από εκείνο που μας χορήγησε το δάνειο των 110 δισ. ευρώ, πριν περίπου ένα χρόνο– και τον, μόνιμο,  Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), που θα εκδίδει ομολογιακούς τίτλους με την υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση (ΑΑΑ) με σκοπό την χρηματοδότηση των κρατών – μελών της Ευρωζώνης που έχουν δυσκολίες να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Για να βοηθηθεί ένα κράτος – μέλος από το ESM, θα πρέπει να κοινοποιεί στα αρμόδια όργανα τα βασικά στοιχεία του Προϋπολογισμού του πριν υποβληθούν στη δική του Βουλή. Δεύτερον, σε περίπτωση που ένα κράτος – μέλος πάρει βοήθεια, θα πρέπει να ακολουθήσει ένα προσυμφωνημένο πρόγραμμα για τη λύση των προβλημάτων του (“Strict Conditionality”). Δηλαδή, κάποιας μορφής μνημόνιο σαν αυτό που έχουμε τώρα στην Ελλάδα.  Η εξέλιξη αυτή έχει και μια άλλη σημασία για μας και αυτούς που αντιδρούν στο Μνημόνιο για λόγους εθνικής ανεξαρτησίας: Τα μνημόνια του ΕSM θα είναι μηχανισμοί δέσμευσης που όλοι στην Ευρωζώνη, από κοινού, συμφωνούμε ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες θα καθορίζουν την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική της υπό διάσωση χώρας. Τέλος, υπαγωγή μιας χώρας στο ESM θα σημαίνει, μάλλον, και αναδιάρθρωση του χρέους της με υποχρεωτικό “κούρεμα”. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιχειρείται να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου, ώστε η όποια διάσωση να έχει κόστος τόσο για τον δανειζόμενο, όσο και για τους δανειστές τους. Πράγμα εξαιρετικά σημαντικό για την Ευρωζώνη, όπου οι δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών – μελών παραμένουν ανεξάρτητες. 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “University Press” το Μάιο του 2011.
        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου