Τέσσερις διακεκριμένοι οικονομολόγοι απαντούν σε τρία επίκαιρα οικονομικά ερωτήματα, 30 Απριλίου 2011.

Τέσσερις διακεκριμένοι έλληνες οικονομολόγοι τοποθετούνται για τρία θέματα της επικαιρότητας: α) την υστέρηση των φορολογικών εσόδων στον ελληνικό προϋπολογισμό, β) την αύξηση του βασικού επιτοκίου της Ε.Κ.Τ. και γ) τη φημολογούμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Για την αύξηση των φορολογικών εσόδων, διατυπώνονται διάφορες προτάσεις, από την αύξηση των τεκμηρίων διαβίωσης και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής με την εφαρμογή δοκιμασμένων μεθόδων, μέχρι τη δραστική μείωση του Φ.Π.Α. και την ιδιωτικοποίηση όλων των παραγωγικών δραστηριοτήτων του κράτους!

Ορισμένοι καθηγητές κατακρίνουν ευθέως την πολιτική επιτοκίου του διοικητή της Ε.Κ.Τ. Ζαν Κλοντ Τρισέ, ενώ άλλοι υπογραμμίζουν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας συγκριτικά με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης.

Τέλος, όλοι θεωρούν αναπόφευκτη κάποια μορφή αναδιάρθρωσης του χρέους της χώρας μας και προσδιορίζουν εναλλακτικούς τρόπους εφαρμογής της.


1. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η σοβαρή υστέρηση που παρουσιάζουν τα φορολογικά έσοδα;

Γιάννης Βαρουφάκης:
Αν οι στόχοι (σύμφωνα με τους οποίους υπολογίζεται η υστέρηση) είναι εκείνοι του Μνημονίου και η συνολική οικονομική πολιτική παραμένει πιστή στην ιδεολογία της βάναυσα περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, τότε η απάντηση είναι απλή: Δεν μπορεί! Αν, από την άλλη, η κυβέρνηση συνειδητοποιήσει την δυναμική της Κρίσης, έχει περιθώρια να αυξήσει σημαντικά τα έσοδα. Κατ' αρχάς, απαιτείται ένας συνδυασμός: (α) δραστικής μείωσης του Φ.Π.Α. και των συντελεστών φορολόγησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και (β) επικοινωνιακής πολιτικής που θα  αναιρέσει την αμοιβαία εχθρότητα πολιτών και κράτους.

Σαράντης Καλυβίτης:
Μόνο με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Αύξηση εσόδων χωρίς αύξηση της φορολογικής βάσης δεν είναι ούτε εφικτή, αλλά ούτε και επιθυμητή γιατί στραγγαλίζει την παραγωγική δραστηριότητα. Δυστυχώς, οι μηχανισμοί καταπολέμησης της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα κουβαλούν όλες τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης. Για να αντιμετωπιστεί το θέμα άμεσα, μπορεί να μελετηθεί η εμπειρία από οικονομίες με αντίστοιχα χαρακτηριστικά (π.χ. Ισπανία, Ιταλία κλπ.), ώστε σε μερικούς μήνες να υπάρχει διαθέσιμο ένα φάσμα επιλογών και να επιλεχθούν οι πιο κατάλληλες για την περίπτωση της Ελλάδας.

Γιώργος Μπήτρος:
Με ιδιωτικοποίηση όλων των παραγωγικών δραστηριοτήτων του κράτους,  περιλαμβανομένων των πανεπιστημίων, των νοσοκομείων, κλπ. Το παραμύθι ότι για να έχουμε δωρεάν εκπαίδευση, υγεία, κλπ., πρέπει να έχουμε δημόσια πανεπιστήμια, νοσοκομεία, κλπ., πρέπει να τελειώσει. Όμως, επειδή αυτές οι αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν κάτω από το σοσιαλιστικό σύνταγμα του 1975, αυτό που η χώρα χρειάζεται κατεπειγόντως είναι ένα καινούργιο σύνταγμα, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την μέση αστική τάξη.  

Θεόδωρος Πελαγίδης:
Τα έσοδα από την άμεση φορολογία στην Ελλάδα κυμαίνονται γύρω στο 7-8% του Α.Ε.Π., ενώ στην Ε.Ε. κοντά στο 13%. Ο καλύτερος αντικειμενικός προσδιορισμός του εισοδήματος χρειάζεται υψηλότερα τεκμήρια διαβίωσης για να πιαστούν όλοι εκείνοι που φοροδιαφεύγουν. Δεύτερον, χρειάζεται ο τακτικός δειγματοληπτικός έλεγχος με δημόσια ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, αλλά και πιο αυστηρές ποινές γι’ αυτούς που αποδεδειγμένα αποκρύπτουν εισοδήματα σημαντικού ύψους από την εφορία. Τρίτον και σημαντικότερο, χρειάζεται ευρύτερη έκπτωση δαπανών ώστε να έρθουν αγοραστής και πωλητής αντιμέτωποι συμφερόντων. Ο αγοραστής να έχει έκπτωση φόρων και ο πωλητής να μην τιμωρείται με πολύ υψηλούς συντελεστές φορολόγησης εάν είναι "επιτυχημένος" και παρουσιάζει μεγάλο τζίρο.


2. Σε ποιο βαθμό, η αύξηση του βασικού επιτοκίου της Ε.Κ.Τ. θα επηρεάσει την προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης;

Γιάννης Βαρουφάκης:
Σε μεγάλο. Η αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της Ε.Κ.Τ., η οποία θα έχει συνέχεια τους επόμενους μήνες, θα επιταχύνει σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιφέρεια: (α) την κρίση δημόσιου χρέους, (β) την κρίση των τραπεζών και (γ) την ύφεση. Παράλληλα, υπάρχει κίνδυνος να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές των πλεονασματικών χωρών τόσο εντός, όσο και εκτός της Ευρωζώνης. Πρόκειται για το δεύτερο μεγάλο λάθος του κυρίου Τρισέ (το πρώτο ήταν η αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο του 2008).

Σαράντης Καλυβίτης:
Σε πολύ οριακό βαθμό. Η ελληνική οικονομία πάσχει από εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες και όχι από το διεθνή οικονομικό κύκλο και τις συνακόλουθες επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής. Εξάλλου, οι διαφορές των επιτοκίων σε σχέση με το εξωτερικό (spreads) είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την ελληνική οικονομία και όχι το απόλυτο ύψος των επιτοκίων, το οποίο έχει πολύ περισσότερη σημασία όταν μια οικονομία είναι προσαρμοσμένη στο διεθνές περιβάλλον.

Γιώργος Μπήτρος:
Τα επιτόκια, αργότερα η γρηγορότερα, θα πάρουν την ανιούσα και θα κάνουν τόσο το δημόσιο, όσο και το ιδιωτικό χρέος όλο και πιο δυσβάστακτο. Αν σ’ αυτήν την εξέλιξη προσθέσουμε και την ύπαρξη του Μνημονίου, κανονικά πρέπει να ξεχάσουμε την ανάπτυξη και να επικεντρωθούμε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Σημαντική ανάπτυξη, κατά την άποψή μου, πρέπει να περιμένουμε μόνο αν η οικονομία μας γίνει διεθνώς ανταγωνιστική και μόνο μετά τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους και του δημόσιου τομέα. Μέχρι τότε θα είμαστε στο "τούνελ".

Θεόδωρος Πελαγίδης:
Σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η σφικτή δημοσιονομική πολιτική θα συμπληρωθεί τότε, με μια ακόμη πιο ασφυκτική νομισματική πολιτική υψηλών επιτοκίων και "σκληρού" ευρώ. Ο δε περιορισμός της ανάκαμψης στην ευρωζώνη τότε, θα έχει και ευρύτερες δυσμενείς επιπτώσεις στις ελληνικές εξαγωγές και τον τουρισμό. Φεύγοντας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ο κύριος Τρισέ, θέλει μάλλον να ανακτήσει τη φήμη του αυστηρού τραπεζίτη, όμως κινδυνεύει έτσι να ματαιώσει την έστω και αναιμική ευρωπαϊκή ανάκαμψη.


3. Αν, τελικά, η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της χώρας μας είναι αναπόφευκτη, τι μορφή πρέπει να πάρει και πότε πρέπει να πραγματοποιηθεί ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της;

Γιάννης Βαρουφάκης:
Τον Ιανουάριο του... 2010, από τότε δηλαδή που είχαμε όλα τα στοιχεία που οδηγούσαν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εναλλακτική. Όσο για την βέλτιστη μορφή της, τρία σημεία: Η αναδιάρθρωση πρέπει: (α) να συνοδευτεί από υποχρεωτική επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (με κεφάλαια του EFSF), (β) να συνδυαστεί με ομογενοποίηση ενός μέρους (του κατά Μάαστριχτ “κανονικού”) του δημόσιου χρέους όλης της Eυρωζώνης (κάτι που απαιτεί έκδοση ευρωομόλογου), και (γ) να βασίζεται στο επιλεκτικό “κούρεμα” των ομολόγων (π.χ. τα ομόλογα των hedge funds να "κουρευτούν" με 60%, ενώ του Ι.Κ.Α. καθόλου).

Σαράντης Καλυβίτης:
Κάποιας μορφής αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους είναι αναπόφευκτη. Επειδή όμως οι αρνητικές συνέπειες της περιλαμβάνουν τον πιθανό αποκλεισμό από τις αγορές, πρέπει απαραίτητα να γίνει σε συμφωνία με τους πιστωτές. Μια λύση που θα μπορούσε να προκριθεί είναι ο συντονισμός με τις άλλες χώρες που έχουν εισαχθεί στο μηχανισμό στήριξης (Ιρλανδία, Πορτογαλία), ώστε η Ελλάδα να προσέλθει στη σχετική διαπραγμάτευση ως μέλος μιας ομάδας χωρών, που προσπαθούν να αναδιατάξουν τις οικονομίες τους, παρά ως ένας εταίρος, ο οποίος δεν τηρεί τις συμφωνίες που συνάπτει. Το επιδιωκόμενο σε μια τέτοια διαπραγμάτευση θα ήταν να πειστούν οι δανειστές ότι απαντούν στην κρίση χρέους στην Ευρωζώνη συνολικά και όχι κατά περίπτωση. Όσο για το χρόνο, μια τέτοια περίπλοκη διαβούλευση δεν είναι δυνατόν να συμβεί βραχυπρόθεσμα. Αν, όμως, γίνει αποδεκτή ως εν δυνάμει λύση από τις αγορές, θα λειτουργούσε θετικά ακόμα και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.

Γιώργος Μπήτρος:
Η αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας μας είναι αναπόφευκτη. Το μόνο ζήτημα που παραμένει ανοικτό είναι πότε θα γίνει και κάτω από ποιους όρους. Η άποψή μου στα θέματα αυτά είναι η εξής: Η αναδιάρθρωση θα γίνει όταν οι ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σιγουρευτούν ότι η Ελλάδα έχει γίνει αρκετά ανταγωνιστική με διεθνείς όρους, πράγμα που προϋποθέτει πλήρη αναδιάρθρωση του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Θα λάβει, δε, τη μορφή μιας συνολικής ρύθμισης, η οποία θα καλύπτει όλες τις αδύνατες ευρωπαϊκές οικονομίες. Όσο οι ελληνικές κυβερνήσεις στυλώνουν τα πόδια και δεν προχωρούν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, τόσο θα παρατείνεται το μαρτύριο και τόσο θα αυξάνει ο κίνδυνος κοινωνικής αναταραχής.

Θεόδωρος Πελαγίδης:
Καιρός δεν υπάρχει καθώς κάθε νέος δανεισμός, κάθε νέα διάσωση, εφεξής θα συνοδεύεται από νέα περιοριστικά μέτρα για να προσαρμοστεί η δαπάνη στο χαμηλότερο εισόδημα. Το δε χρέος έτσι, θα επιδεινώνεται συνεχώς καθώς υπολογίζεται πάντα ως ποσοστό του εισοδήματος. Χρειάζεται οπωσδήποτε ένας προσεκτικός, παρασκηνιακός διακανονισμός του παλαιού χρέους που ωριμάζει, την επόμενη διετία τουλάχιστον, ο οποίος να περιλαμβάνει τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία, με ανταλλαγή ομολόγων που λήγουν στο μέλλον και σχετική προσαρμογή επιτοκίων. Δε δικαιολογείται αντίδραση των τραπεζών όταν η ενίσχυσή τους από το ευρωσύστημα με υψηλά ποσά συνεχίζεται. Διαφορετικά, η ύφεση της πραγματικής οικονομίας και η απόσυρση καταθέσεων θα τις αποδυναμώσει καθοριστικά. Τέλος, ένας διακανονισμός του χρέους δε σημαίνει καθόλου ότι η χώρα θα εγκαταλείψει τις προσπάθειες προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού.


Ο Γιάννης Βαρουφάκης είναι Καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Σαράντης Καλυβίτης είναι Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Γεώργιος Μπήτρος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Θεόδωρος Πελαγίδης είναι Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου Πειραιώς.


Δημοσιεύτηκε στην οικονομική εφημερίδα «ΕΞΠΡΕΣ» στις 30 Απριλίου 2011:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου